βλεφαρίδων

βλεφαρίδων
βλεφαρίς
eyelash
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βλεφαριδωτά — Ομοταξία μονοκύτταρων πρωτόζωων που ζουν κατά μάζες στα λιμνάζοντα νερά· ονομάζονται και εγχυματόζωα επειδή αναπτύσσονται πολύ εύκολα στα εγχύματα. Στα β., το κυτταρόπλασμα έχει διαφοροποιηθεί και σχηματίζει ειδικά μικρά όργανα, χρήσιμα στη… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • φαλάγγωση — η / φαλάγγωσις, ώσεως, ΝΑ [φάλαγξ] νεοελλ. ιατρ. χαλάρωση τού δέρματος τού άνω βλεφάρου αρχ. 1. ιατρ. χαλάρωση ή πτώση τών βλεφαρίδων 2. διστιχία ή τριστιχία τών βλεφαρίδων …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • διστοιχίαση — η η έκφυση και δεύτερης σειράς βλεφαρίδων, οι οποίες στρέφονται προς τον οφθαλμό και ερεθίζουν τον επιπεφυκότα …   Dictionary of Greek

  • κάμηλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • καλλιβλέφαρος — καλλιβλέφαρος, ον (AM) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλιβλέφαρον (ενν. φάρμακον) χρωστική ουσία που χρησίμευε για τη βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο… …   Dictionary of Greek

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • καταρραφή — καταρραφή, ἡ (Α) [καταρράπτω] 1. στρίφωμα 2. (για τη σύγκλειση τών βλεφαρίδων) η ραφή, η σύγκλειση προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

  • κονιδισμός — κονιδισμός, ὁ (Α) ασθένεια τών βλεφαρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονίς, ίδος «αβγά ψείρας ή ψύλλου», πιθ. με την επίδραση ενός αμάρτυρου *κονιδίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”